- κοπροβόρος
- -α, -ο (Α κοπροβόρος, -ον)(για έντομα ή πτηνά) αυτός που συνήθως τρώγει κόπρο, κοπροφάγος (α. «ἔποψ κοπροβόρος» β. «μυῑαι κοπροβόροι»).[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -βόρος (< βορά), πρβλ. αιμο-βόρος, σαρκο-βόρος].
Dictionary of Greek. 2013.